- ηχοβολίζω
- μετ. измерять глубину с помощью эхолота
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ηχοβολίζω — [ηχοβολίς] μετρώ το βάθος τής θάλασσας ή το ύψος ενός αεροσκάφους από το έδαφος με εκπομπή ηχητικών κυμάτων, εκτελώ ηχοβολισμο … Dictionary of Greek
ηχοβολίζω — ηχοβόλισα, μετρώ το βάθος της θάλασσας με τη βοήθεια των ηχητικών κυμάτων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ηχοβόλισμα — το [ηχοβολίζω] το αποτέλεσμα τού ηχοβολίζω, η ηχοβόλιση, ο ηχοβολισμός … Dictionary of Greek
ηχοβολισμός — ο [ηχοβολίζω] ηχοβόλιση, ηχοβόλισμα … Dictionary of Greek
ηχοβόλιση — η [ηχοβολίζω] η μέτρηση τού βάθους τής θάλασσας με τη βοήθεια ηχοβολίδας … Dictionary of Greek